Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

π. Αλέξανδρος Σμέμαν - Κυριακή του Ασώτου



Την τρίτη Κυριακή της προετοιμασίας μας για τη Μεγάλη Σαρακοστή διαβάζουμε την παραβολή του Άσώτου Υιού (Λουκ. 1 5, 11 -32). Η παραβολή τούτη μαζί με τους ύμνους της ημέρας αυτής μας παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος γιος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και κεί σπατάλησε ό,τι είχε και δεν είχε. Μια μακρινή χώρα! Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης πού θα πρέπει να αποδεχτούμε και να τον οικειοποιηθούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγιση μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος πού ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, πού ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι είναι εξόριστος από το Θεό και από την αληθινή ζωή, αυτός ποτέ δε θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ό Χριστιανισμός. Και αυτός πού νιώθει «σαν στο σπίτι του» σ' αυτόν τον κόσμο και στη ζωή του κόσμου τούτου, πού έμεινε άτρωτος από τη νοσταλγία για μια άλλη πραγματικότητα, αυτός δε θα καταλάβει τι είναι μετάνοια.

Η μετάνοια συχνά ταυτίζεται με μια ψυχρή και «αντικειμενική» απαρίθμηση αμαρτιών και παραβάσεων, όπως μια πράξη «ομολογίας ένοχης» ύστερα από μια νόμιμη μήνυση. Η εξομολόγηση και η άφεση αμαρτιών θεωρούνται σαν να ήταν δικαστικής φύσεως. Αλλά παραβλέπεται κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς το οποίο ούτε η εξομολόγηση ούτε η άφεση έχει κάποιο πραγματικό νόημα ή κάποια δύναμη. Αυτό το «κάτι» είναι ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό, από τη μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος.

Αλήθεια, είναι πολύ εύκολο να εξομολογηθώ ότι δεν νήστεψα τις καθορισμένες για νηστεία μέρες, ή ότι παράλειψα την προσευχή μου ή ότι θύμωσα. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παραδεχτώ ξαφνικά ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή και ότι κάτι πολύτιμο και αγνό και όμορφο έχει ανέλπιστα καταστραφεί στη δομή της ύπαρξης μου. Παρ' όλα αυτά όμως, αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια και, επί πλέον, είναι μια βαθιά επιθυμία επιστροφής, επιθυμία να γυρίσω πίσω, να αποκτήσω ξανά το χαμένο σπίτι.

Έλαβα από το Θεό θαυμαστά πλούτη: πρώτα άπ' όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαίρομαι, να την ομορφαίνω με νόημα, αγάπη και γνώση: ύστερα — με το Βάπτισμα — έλαβα τη νέα ζωή από τον ίδιο το Χριστό, τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας. Έλαβα τη γνώση του Θεού και μέσα άπ' αύτη, τη δυνατότητα να γνωρίσω καθετί και τη δύναμη να είμαι «τέκνον Θεού». Και όλα αυτά τα έχασα, τα χάνω καθημερινά, όχι μόνο με τις συγκεκριμένες «αμαρτίες» και τις «παραβάσεις» αλλά με την αμαρτία όλων των αμαρτιών: την απομάκρυνση της αγάπης μου από το Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του Πατέρα.

Η Εκκλησία όμως είναι εδώ παρούσα για να μου θυμίζει τι έχω εγκαταλείψει, τι έχω χάσει. Και καθώς μου τα υπενθυμίζει με το Κοντάκιο της ημέρας αυτής, αναλογίζομαι ότι: «Της πατρώας δόξης σου, άποσκιρτήσας άφρόνως εν κακοΐς έσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλοΰτον όθεν σοι την του Άσωτου φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιον σου Πάτερ οίκτίρμον δέξαι με μετανοούντα και ποίησον με, ως ένα των μισθίων σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου