Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ



ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. θ΄, 27 - 35)
Ο φαρισαϊσμός
Έχουμε μιλήσει και άλλοτε, αγαπητοί μου Χριστιανοί, για την αλαζονική και υποκριτική στάση των Φαρισαίων, του θρησκευτικού δηλ. κατεστημένου της εποχής του Χριστού, έναντι του Θεανθρώπου. Θα επανέλθουμε στα θλιβερά πρόσωπά τους, γιατί, στο σημερινό Ευαγγελικό απόσπασμα, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο κακότητας και συκοφαντίας έναντι του Κυρίου.
Ο Χριστός συναντά δύο άνδρες τυφλούς, οι οποίοι ικετεύουν να τους θεραπεύσει. Εκείνος αναζητά τα ίχνη της πίστης τους στην δύναμή Του και, όταν τα διαπιστώνει, επιβραβεύει αυτή την πίστη και τους θεραπεύει. Λίγο αργότερα οδηγούν ενώπιόν Του έναν άνθρωπο κωφάλαλο και δαιμονισμένο, τον οποίο, επίσης, θεραπεύει. Η θεραπεία της σωματικής ασθένειας, ως καρπός πίστης στην Θεία δύναμη, αποκαλύπτει ότι η ανακαινιστική και σωστική δύναμη και εργασία του Θεού, αφορά σύνολη την ανθρώπινη ύπαρξη. Και το σώμα και την ψυχή. Γι’ αυτό και το έργο της Εκκλησίας, διαχρονικά, αναπτύσσεται στις δύο αυτές σημαντικές παραμέτρους της ανθρώπινης ζωής: στην σωτηρία της ψυχής, πρωτίστως και στην διακονία των ανθρώπινων αναγκών, μετέπειτα.
Αμέσως μετά την θεραπεία των ανθρώπων αυτών και την διάδοση της θαυμαστής είδησης, ο λαός ξεσπά σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού και λατρείας στο πρόσωπο του Χριστού, γεγονός που ενοχλεί και προβληματίζει τους πανταχού παρόντες Φαρισαίους, οι οποίοι, αναζητούσαν, διαρκώς, τρόπους, προκειμένου να διαβάλλουν και να παγιδέψουν τον Χριστό. Η τακτική τους αυτή ήταν συστηματική και, κατά βάσιν, αμυντική. Βλέποντας ότι η δραστηριότητα του Ιησού, το κήρυγμα και τα θαύματά Του, κερδίζουν την εμπιστοσύνη του λαού, νιώθουν ότι χάνουν τα λαϊκά τους ερείσματα, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την εξουσιαστική τους αυθαιρεσία. Μόνο που, στην προκειμένη περίπτωση, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Κατηγορούν τον Χριστό ότι θεράπευσε τους τρεις ασθενείς όχι στο όνομα του Θεού, αλλά στο όνομα του διαβόλου. Εφόσον δεν ήταν δυνατό ν’ αμφισβητήσουν το αυταπόδεικτο θαύμα, μάρτυρας του οποίου είναι ο ίδιος ο λαός, συκοφαντούν τον Χριστό, διαστρέφουν την πραγματικότητα, προκειμένου να το αποδομήσουν, ταυτίζοντας τον Χριστό με τον διάβολο. Αποσκοπούν στον κλονισμό της εμπιστοσύνης του λαού στο πρόσωπο του Ιησού.
Η φαρισαϊκή στάση δεν είναι ανεξήγητη. Η δράση του Κυρίου, καθ’ όλη τη διάρκεια του επί γης βίου Του, φανερώνει την δαιμονικότητα του φαρισαϊσμού, που φορούσε, διαρκώς, τον μανδύα της θρησκευτικότητας, με σκοπό την διαιώνιση της πνευματικής εξουσίας επί του λαού, με τρόπο που δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης. Ο Χριστός έρχεται και αποκαλύπτει την φαρισαϊκή υποκρισία, γι΄ αυτό πρέπει, πάση θυσία, να σιωπήσει, αφού πρώτα συκοφαντηθεί.
Η φαρισαϊκή αυτή στάση, επίσης, δεν αφορά μόνο εκείνη την εποχή. Δυστυχώς, είναι διαιώνια και επαναλαμβανόμενη. Όσο η Εκκλησία δρα και ενεργεί θεραπευτικά στον κόσμο και διακονεί το θέλημα του Θεού, τόσο αναφύονται μέσα στην κοινωνία φαρισαϊκές δυνάμεις - ενίοτε και μέσα στους θρησκευτικούς κύκλους - οι οποίες προσπαθούν να αποδομήσουν το έργο Της, κυρίως όταν αντιλαμβάνονται ότι το έργο αυτό αναπαύει τους ανθρώπους και θερμαίνει την πνευματική τους ζωή μέσα στην Εκκλησία. Ας δούμε κάποια παραδείγματα που επισημαίνουν αυτή την φαρισαϊκή τακτική: «Θυσιάζει κανείς τα πάντα σε μια υλιστική εποχή για ν’ αφοσιωθεί σε έργα ιεραποστολικής και Χριστιανικής μαρτυρίας; Είναι τρελός και υποκριτής. Αψηφά κανείς τα πάντα και, προ πάντων, το συμφέρον, για να αγωνισθεί για την ορθότητα της πίστεως και την αλήθεια του Ευαγγελίου; Είναι φανατικός, μονολιθικός και ασυμβίβαστος. Τολμά κανείς να ζητήσει να γίνει το Ευαγγέλιο θεμέλιο της λεγόμενης Χριστιανικής κοινωνίας; Ταράζει τα θολά νερά της συμβατικότητας και των υπολογισμών μας; Είναι αναρχικός και επαναστάτης. Φυλακίζεται για τη Χριστιανική του μαρτυρία και υποφέρει; Πολιτικολογεί και δημαγωγεί…».
Τα φαρισαϊκά αυτά φαινόμενα της εποχής μας, αποκαλύπτουν αφενός μεν την πνευματική ένδεια και αδράνεια των εκφραστών τους, αφετέρου δε, την δύναμη της παρουσίας του Θεού στην ζωή εκείνων που Τον αποδέχονται και Τον υπηρετούν. Ας μην αφήσουμε, αγαπητοί μου, να κυριαρχήσουν στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησιαστικής μας ζωής τέτοιου είδους παρακμιακά φαινόμενα φαρισαϊκής μορφής. Η υποκρισία είναι πληγή για την Εκκλησία. Είναι σαφής απόκλιση από το αυθεντικό Εκκλησιαστικό ήθος, του οποίου διαχρονικός και ασφαλής φορέας είναι ο Ίδιος ο Χριστός. ΑΜΗΝ!


Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. θ΄, 1 - 8)
Αμαρτία: η πνευματική παραλυσία
Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αδελφοί μου, γίνεται μία σαφής σύνδεση της έννοιας της σωματικής παράλυσης με την αμαρτία. Οδηγούν ενώπιον του Χριστού έναν παραλυτικό και Εκείνος, διαβλέποντας την εσωτερική του πίστη, αντί να τον θεραπεύσει ευθύς εξαρχής, τού συγχωρεί τις αμαρτίες. Και αναρωτιέται κανείς, ποιά σχέση μπορεί να έχει το γεγονός της σωματικής παράλυσης με το γεγονός της αμαρτίας;
Ας δούμε, όμως, τί είναι παράλυση; Είναι μία εσωτερική σωματική διεργασία που καταστρέφει ένα ένα τα μέλη του ανθρώπινου σώματος, διαβρώνει το σώμα σταδιακά, με πολύ πόνο, με πολύ βάσανο, οδηγώντας το, τελικά, στο θάνατο. Η αμαρτία, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, είναι μία αντίστοιχη κατάσταση, σε πνευματικό επίπεδο. Και αυτή δρα εσωτερικά και διαβρωτικά.
Διαβρώνει, καταρχήν, το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, καθότι η αμαρτία σημαίνει αποκοπή από το θέλημα του Θεού, παραβίαση των εντολών του Θεού. Σε τελική ανάλυση, σημαίνει απομάκρυνση από τον ίδιο το Θεό, καταστροφή της σχέσης αγαπητικής εξάρτησης και πνευματικής επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό είναι η αμαρτία. Και αυτό το πρώτο στάδιο της εσωτερικής διάβρωσης έχει ως συνέπεια ν’ ακολουθήσουν κι άλλα στάδια εσωτερικής αποσύνθεσης, λόγω της αμαρτίας, όπως π.χ. το ηθικό. Η αμαρτία διαβρώνει τον άνθρωπο και ηθικά. Τον κάνει να πιστεύει ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ηθική αναστολή, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη σε πράξεις και λόγους, δεν υπάρχει τίποτα το οποίο ν’ αναστέλλει την επικυριαρχία των παθών επάνω του. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται υποχείριο των παθών του, κυριαρχείται και κατευθύνεται απ’ αυτά, αντί ο ίδιος να τα κατευθύνει και εξουσιάζει.
Η διαβρωτική εργασία της αμαρτίας δρα και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο άνθρωπος που ζει μη αντιστεκόμενος στο πνεύμα της αμαρτίας, γίνεται και αντικοινωνικός. Απομονώνεται. Έχει μία λανθάνουσα και λανθασμένη εσωστρέφεια. Αδιαφορεί για το τί συμβαίνει γύρω του. Ζει μόνο για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται για τον πόνο, την οδύνη, τα προβλήματα των ανθρώπων της διπλανής, ενδεχομένως, πόρτας. Γίνεται, σταδιακά, απάνθρωπος και βιώνει την μοναξιά στην κακή της εκδοχή, που σημαίνει αντικοινωνικότητα και δε συμβάλει στην απαραίτητη πνευματική εσωστρέφεια.
Απέναντι στην διαβρωτική αυτή εργασία που επιτελεί η αμαρτία στον άνθρωπο, η Εκκλησία κηρύττει, διαχρονικά, το κήρυγμα της μετάνοιας. Κηρύττει πόλεμο απέναντι στην αμαρτία και καλεί σε μετάνοια. Πώς αντιδρά το πνεύμα του κόσμου σ’ αυτή την πρόσκληση, κυρίως στις μέρες μας; Το πνεύμα του κόσμου ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία χρησιμοποιεί την αμαρτία ως φόβητρο, προκειμένου να ποδηγετεί, πνευματικά, τους ανθρώπους, να τους τρομοκρατεί κι έτσι να τους κρατά μαντρωμένους, όπως ο βοσκός τα πρόβατα στο ποιμνιοστάσιο. Δηλ. η Εκκλησία εφηύρε, κατασκεύασε, εκ του μη όντος, την έννοια της αμαρτίας, ακριβώς για να μπορεί να κυριαρχεί επί των ανθρώπων, να τους χρησιμοποιεί και να τους εκμεταλλεύεται. Αυτή είναι η άποψη του κόσμου σήμερα. Τί δείχνει, όμως, αυτή η στάση; Δείχνει μάλλον αδυναμία, παρά δύναμη. Αποκαλύπτει το γεγονός ότι το κοσμικό πνεύμα, που θέλει και τείνει να καταλάβει τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή δε μπορεί ν’ αντισταθεί στην αμαρτία, συμβιβάζεται μ’ αυτήν. Ακριβώς επειδή δε μπορεί να την αντιμετωπίσει, την αμνηστεύει κι έτσι θέλει να πιστεύει ότι είναι εντάξει, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να υπάρχει, όχι ο φόβος της τιμωρίας - όπως το πνεύμα του κόσμου πάλι κατηγορεί την Εκκλησίας ότι χρησιμοποιεί - αλλά ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Και αυτό, ουσιαστικά, οδηγεί στην πνευματική αυτοκτονία.
Το κήρυγμα της μετάνοιας, αγαπητοί μου, για την Εκκλησία είναι κήρυγμα ελευθερίας, αποδέσμευσης του ανθρώπου από τον εύκολο δρόμο της αυταπάτης. Είναι κήρυγμα επανάκτησης του αγαθού της αυτοκυριαρχίας και της αυτογνωσίας. Αυτή η διαδικασία της αυτογνωσίας είναι η μόνη οδός που μπορεί να ελκύσει επάνω μας τη χάρη του Θεού, ενός Θεού, ο Οποίος, όπως τότε, στους παραλυτικούς των Ευαγγελικών περικοπών θα έλθει ξανά, θα μάς προσεγγίσει και πάλι, επειδή εμείς Τον καλέσαμε και, εκτιμώντας το βάθος και την ειλικρίνεια της μετάνοίας μας, θα ξαναπεί στον καθένα μας: Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. ΑΜΗΝ!


Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
(Ματθ. ε΄, 14 - 19)
Το διαχρονικό Πατερικό φως
«Φως του κόσμου» χαρακτήρισε ο Κύριος τους Μαθητές Του, αλλά και τα μέλη της Εκκλησίας Του, τους Χριστιανούς, κατά την περίφημη Επί του Όρους ομιλία Του, απόσπασμα της οποίας, αδελφοί μου, ακούσαμε στην σημερινή Ευαγγελική διήγηση. Είναι το φως που εκχέεται από τον Λόγο του Θεού, από την ειρήνη και την δικαιοσύνη που επαγγέλλεται ο Ιησούς Χριστός, από την προοπτική της σωτηρίας που μάς χάρισε με το Πάθος και την Ανάστασή Του. Αυτό το φως πρέπει να λάμπει διαρκώς στον κόσμο, για να βλέπουν όλοι τα καλά έργα των ανθρώπων του Θεού και να δοξάζουν το όνομά Του.
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούσαμε δεν τοποθετήθηκε τυχαία στη σημερινή Κυριακή. Σχετίζεται άμεσα με την σύναξη των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, που συγκρότησαν την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο το 451 στην Χαλκηδόνα. Πρόκειται για σπουδαίους και αγιασμένους Εκκλησιαστικούς άνδρες, που κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν επικίνδυνες αιρέσεις της εποχής τους και να διαφυλάξουν ανόθευτο και λαμπερό το φως Ορθόδοξης Θεολογίας από τον σκοτασμό και την πλάνη των αιρετικών δοξασιών.
Αν το έργο των Αγίων Πατέρων πέτυχε στην ιστορία, αν το φως της Πατερικής Θεολογίας τους συνεχίζει να λάμπει και να φωτίζει, ως τις μέρες μας, τον Εκκλησιαστικό βίο, αυτό συνέβη γιατί είχαν φροντίσει να φωτιστούν πρώτα οι ίδιοι από το φως του Χριστού και μετά να φωτίσουν τον κόσμο. Η Θεολογία γι’ αυτούς ήταν τρόπος ζωής. Ήταν η μυστική εμπειρία του ζώντος Θεού, η βιωματική προσέγγιση της υπέρλογης Θεότητας, γεγονός που δεν απαιτεί ούτε πανεπιστημιακές σπουδές, ούτε διδακτορικές μελέτες ή μεταπτυχιακές διατριβές. Η Θεολογία, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι Θεία Επιστήμη, τα όρια της οποίας υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια ανθρώπινων σπουδών και αγγίζουν τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου που θέλει να γνωρίσει τον Θεό κι έπειτα να μιλήσει γι’ Αυτόν, ύστερα από την μυστική ένωση μαζί Του μέσα στον Λειτουργικό και Μυστηριακό χώρο της Εκκλησίας. Το Πατερικό φως ήταν προϊόν του αγώνα της κάθαρσης των παθών. Ήταν καρπός του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Ήταν το αποτέλεσμα της ψηλαφητής εμπειρίας του Θεού. Ήταν το χάρισμα της συνεχούς πορείας στο δρόμο της θέωσης.
Η ανάγκη της Εκκλησίας να αναδεικνύει Πατερικές μορφές στην ιστορική Της πορεία, όλες τις εποχές, προκειμένου να φωτίζεται ο κόσμος, είναι αυτονόητη και διαρκής. Η ενδεχόμενη αδυναμία της Εκκλησίας να καλύψει τις Θεολογικές Της ανάγκες με αυθεντικά Ορθόδοξες Πατερικές μορφές, φανερώνει απώλεια προσανατολισμού και έλλειψη Θείας έμπνευσης. Μόνο που η Ορθόδοξη Πατερικότητα, στις μέρες μας, ερμηνεύεται με διαφορετικούς τρόπους. Ένας τρόπος την θέλει περιχαρακωμένη στα περιορισμένα πλαίσια μιας επικίνδυνης και επισφαλούς πνευματικής αυτάρκειας, η οποία αρνείται επιδεικτικά, ενίοτε και φανατικά, κάθε τι το σύγχρονο και προοδευτικό, αρκούμενη στα ιστορικά κεκτημένα του παρελθόντος. Άλλος τρόπος την θέλει εντελώς μεταλλαγμένη και άκριτα προσαρμοσμένη στα δεδομένα της νεωτερικότητας, η οποία, ενίοτε, φθάνει σε σημείο υποβάθμισης ή και περιφρόνησης της Θεολογίας των Αγίων Πατέρων, όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Φρονούμε ότι η μέση οδός, του συγκερασμού δηλ. της διαχρονικής Πατερικής σοφίας, με τις νέες ανάγκες της Εκκλησιαστικής εμπειρίας, αλλά και τον επικαιροποιημένο τρόπο της Θεολογικής σκέψης, που λειτουργεί ως φυσική συνέχεια και εξέλιξη του έργου των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, μπορεί να λειτουργήσει ως το φως εκείνο της Θείας γνώσης από το οποίο τόση ανάγκη έχει ο σύγχρονος κόσμος.
Μόνο που απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο ως άνω συγκερασμός είναι, ακριβώς, η μίμηση της ζωής και της Αγιότητας των Αγίων Πατέρων. Είναι η διακαής επιθυμία των θεραπόντων της Θεολογικής Επιστήμης ν’ αποκτούν την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος, να λειτουργούν, όχι εξαντλούμενοι σ’ έναν κοσμικό Ακαδημαϊκό τρόπο δράσης, αλλά σε απόλυτη αρμονία προς τον υπεύθυνο Εκκλησιαστικό οργανισμό και σε απόλυτη συνάφεια προς βίωμα της πίστεως, αρχή και τέλος της οποίας είναι η Ευχαριστιακή και προσευχητική προσέγγιση του Θεού. Υπ’ αυτήν την προϋπόθεση η σύγχρονη Θεολογική σκέψη θα εξακολουθεί να παράγει και να προσφέρει το Πατερικό εκείνο φως από το οποίο τόση ανάγκη έχει ο κόσμος και η εποχή μας. ΑΜΗΝ!


Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. η΄, 5 - 13)
Η εκπλήρωση της προφητείας
Η Ευαγγελική διήγηση της σημερινής Κυριακής, αγαπητοί μου, προβάλει τη μορφή ισχυρού στρατιωτικού ανδρός, Ρωμαίου στην καταγωγή, ειδωλολατρικών καταβολών. Ο άνθρωπος αυτός συναντά τον Ιησού στην Καπερναούμ και Τον παρακαλεί να σπλαχνιστεί και να θεραπεύσει τον βαριά άρρωστο δούλο του, ο οποίος βρισκόταν κατάκοιτος στο σπίτι. Ο Χριστός υπόσχεται να επισκεφθεί το σπίτι του και να τον θεραπεύσει. Και τότε συμβαίνει το αναπάντεχο. Ο ειδωλολάτρης εκατόνταρχος επιδεικνύει μοναδική ταπείνωση και πίστη, ενώ δηλώνει ανάξιος να δεχθεί τέτοια τιμή και χάρη από τον Χριστό. Δηλώνει, με πίστη, πως ένας και μόνο λόγος του Ιησού θα ήταν αρκετός για να θεραπεύσει τον άνθρωπό του. Ο Χριστός θαύμασε την πίστη και την ταπείνωση του άνδρα, τις οποίες δε βρήκε ακόμα και μέσα στις τάξεις του Ισραήλ και προφήτευσε ότι θα έρθει καιρός όπου πολλοί ξένοι προς την αληθινή πίστη στον ένα Θεό, πρώην ειδωλολάτρες και εθνικοί, θα κερδίσουν την Βασιλεία του Θεού, ενώ τα τέκνα της Βασιλείας θα εκδιωχθούν στο σκοτάδι. Και επιβράβευσε την πίστη του Εκατοντάρχου, θεραπεύοντας τον δούλο του.
Κατά την συνομιλία Του με τον Ρωμαίο στρατιωτικό ο Κύριος προφήτευσε την εκτροπή του Ισραηλιτικού λαού, των υιών της Βασιλείας από την πίστη στον ένα και αληθινό Θεό. Ο λαός του Ισραήλ ευεργετήθηκε, πληθωρικά, από τον Θεό και ευλογήθηκε με την παρουσία και το κήρυγμα των Προφητών και των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν ο επίλεκτος εκείνος λαός που οδηγήθηκε στη γη της επαγγελίας και της ελευθερίας και έλαβε τον νόμο του Θεού, διά του Μωυσή. Ήταν ο λαός που, στη διάρκεια του ιστορικού του βίου, γαλουχήθηκε αναμένοντας την έλευση του Μεσσία. Τού είχαν δοθεί όλες οι ευκαιρίες και οι προϋποθέσεις για να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού και να εισέλθει στις τάξεις της Εκκλησίας του Χριστού και τις αρνήθηκε. Αυτό συνέβη γιατί οδηγήθηκε σε πνευματική τύφλωση. Προσέδωσε κοσμικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του αναμενόμενου Μεσσία. Έγινε υποχείριο μιας διεφθαρμένης δήθεν πνευματικής ηγεσίας, που βίωνε το σκοτάδι της θρησκευτικής υποκρισίας και του επικίνδυνου θρησκευτικού φανατισμού. Κι έτσι, δε κατάφερε να αναγνωρίσει τον Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και απίστησε.
Και τότε, κατά την προφητεία του Κυρίου, ήλθαν πολλοί, από Ανατολή και Δύση, ο νέος Ισραήλ, τα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, που πίστεψαν, ομολόγησαν, γνώρισαν τον Χριστό και απέκτησαν τις προϋποθέσεις να κατακτήσουν τη Βασιλεία του Θεού. Είμαστε όλοι εμείς, που ευεργετηθήκαμε να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε μέσα στην Εκκλησία. Γαλουχηθήκαμε με το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας. Έχουμε την ευκαιρία να ενωθούμε με τον Χριστό και να ζήσουμε σε απόλυτη ταύτιση και κοινωνία μαζί Του, μέσα στην Μυστηριακή πραγματικότητα της Εκκλησίας.
Μόνο που κι εμείς, στην εποχή μας, συχνά επιδεικνύουμε τα χαρακτηριστικά της πνευματικής παρακμής του Ισραηλιτικού λαού της πρώτης εκείνης εποχής. Παρασυρμένοι από τις πλάνες σειρήνες της κοσμικής ζωής, αποδεχόμαστε το ξέφτισμα των Χριστιανικών μας καταβολών. Υποδουλώνουμε τον εαυτό μας στην θελκτική ζωή της αμαρτίας. Στεκόμαστε αδιάφοροι απέναντι στην συστηματική προσπάθεια αποϊεροποίησης της κοινωνίας και εξοβελισμού του Χριστού στο περιθώριο της ιστορίας. Συμβάλουμε, ηθελημένα ή αθέλητα, στην θρησκειοποίηση της Εκκλησίας, Προσπαθούμε, ανίκανοι να διορθωθούμε, να προσαρμόσουμε τον Χριστό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, για να αμνηστεύσουμε έτσι, την πτωτική πορεία μας.
Την ίδια στιγμή, όπως και τότε, έρχονται άλλα τέκνα του Θεού, από Ανατολή και Δύση, διεκδικώντας θέση στη Βασιλεία του Θεού. Είναι τα νέα μέλη της Εκκλησίας, που προέρχονται από το ιεραποστολικό έργο αφοσιωμένων εργατών του Ευαγγελίου, που, με τον ζήλο των προσηλύτων της πρώτης Εκκλησίας, έρχονται να ελέγξουν την δική μας πνευματική αποχαύνωση και οκνηρία. Η Βασιλεία του Θεού ανήκει και σ’ αυτούς, όπως και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αλίμονο, όμως, σε εμάς, τους ήδη Χριστιανούς, τους τόσο ευεργετημένους και ευλογημένους από τον Θεό, αν τη χάσουμε, ομοιάζοντας στα απολεσθέντα τέκνα του Ισραήλ της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Το ότι ακούσαμε, γνωρίσαμε και πιστέψαμε, δεν αρκεί για τη σωτηρία μας. Απαιτείται η έμπρακτη εφαρμογή της πίστης, η διαρκής εκκλησιαστικοποίηση της ζωής μας, για να ελκύσει πάνω μας το έλεος του Θεού και ν’ αποτρέψει τον ορατό κίνδυνο της απώλειας. ΑΜΗΝ!