Η ερµηνεία του Συµβόλου
της Πίστεως - Ιστορικά στοιχεία
Από τις απαρχές ήδη της
Εκκλησιαστικής ιστορίας, η Εκκλησία µας ενέταξε στη ζωή της την οµολογία της
πίστεως, που αφορούσε πρωτίστως και κυρίως τα νεότευκτα µέλη Της. Στο πλαίσιο
της προετοιµασίας για την είσοδό τους στην Εκκλησία, µέσω του Μυστηρίου του Βαπτίσµατος,
οι άνθρωποι εκείνοι έπρεπε να προσεγγίσουν την νέα πίστη, να την γνωρίσουν και
να την κατανοήσουν, προκειµένου οµαλώς να ενταχθούν στην Εκκλησιαστική
κοινότητα. Είναι αλήθεια ότι «ο τρόπος που η πίστη γεννιέται µέσα στην
ανθρώπινη ψυχή είναι ένα µυστήριο. Ωστόσο, όταν γεννηθεί η πίστη στον Χριστό,
θα οδηγήσει η ίδια τον άνθρωπο στην Εκκλησία, σε εκείνη την κοινότητα αυτών που
πιστεύουν στον Χριστό. Η ίδια η πίστη αναζητά και αξιώνει την ενότητα των
πιστών που, ακριβώς µέσω της ενότητας και της αγάπης τους ο ένας για τον άλλον,
µαρτυρούν στον κόσµο πως είναι µαθητές και ακόλουθοι Χριστού».
Η πρακτική της πρώτης Εκκλησίας για την
προσοικείωση της πίστεως από τους υποψηφίους Χριστιανούς, αφορούσε στην
διαδικασία της κατηχήσεως, που αναλάµβαναν συστηµατικά οι Επίσκοποι και οι
Πρεσβύτεροι εκάστης Εκκλησιαστικής κοινότητας. Σκοπός της κατηχήσεως ήταν να
απεγκλωβιστούν οι κατηχούµενοι από την συναισθηµατική προσέγγιση της πίστεως -
που συχνά οδηγεί στην παραποίησή της - και να γνωρίσουν επακριβώς το περιεχόµενό
της. Όταν η διαδικασία της κατηχήσεως έφθανε στο τέλος της, οι κατηχούµενοι
οδηγούνταν στο Μυστήριο του Βαπτίσµατος, που εκείνα τα χρόνια τελούνταν την
νύκτα της Αναστάσεως ή την ηµέρα των Θεοφανείων. Προ της Βαπτίσεώς τους,
διάβαζαν, επίσηµα, ενώπιον όλης της Εκκλησιαστικής κοινότητας, το Σύµβολο της
Πίστεως και µε τον τρόπο αυτό οµολογούσαν πίστη στον ένα και αληθινό Θεό και
ενέτασσαν τον εαυτό τους, ισότιµα, στην οικογένεια των µελών του Σώµατος του
Χριστού. Με την καθιέρωση του νηπιοβαπτισµού, την υποχρέωση αυτή ανέλαβε, εκ µέρους
του νηπίου, ο Ανάδοχος.
Το Σύµβολο της Πίστεως, στους πρώτους
αιώνες, ήταν διαφορετικό σε κάθε Τοπική Εκκλησία. Οι ιστορικοί διασώζουν
ξεχωριστά Βαπτισµατικά κείµενα στις Εκκλησίες της Ρώµης, της Αλεξάνδρειας, της
Αντιόχειας κ.αλ., διατυπωµένα είτε από Τοπικές Συνόδους, είτε από Αγίους
Πατέρες. Το καθένα απ’ αυτά είχε το δικό του ύφος και ξεχωριστή διατύπωση, αλλά
ήταν ενωµένα στην κοινή και αδιαίρετη αλήθεια, που χαρακτήριζε το πνεύµα της
Εκκλησίας. Γρήγορα, όµως, κατανοήθηκε η ανάγκη «να διαχωριστεί η ουσία της
προφορικής παραδόσεως και, αργότερα, των πρώτων συγγραφών, για να σχηµατιστεί
ένα κείµενο που να ρυθµίζει την πίστη και ένας κανών που να ανταποκρίνεται στις
ανάγκες των κατηχουµένων. Έπρεπε να βρεθεί ο άξονας του µηνύµατος, το κέντρο
του, να µαρτυρηθεί η Αποστολική προέλευσή του και να τού προσδοθεί, απέναντι
στα τοπικά κείµενα, το κύρος της παγκόσµιας, της καθολικής παραδόσεως. Το
κανονιστικό περιεχόµενό του έπρεπε να τεθεί στο ίδιο ύψος µε τα κείµενα της
Καινής ∆ιαθήκης».
Η ανάγκη αυτή οδήγησε στην σύνθεση ενός
κειµένου µε οικουµενικό κύρος, που υιοθετήθηκε από όλες τις κατά τόπους
Εκκλησίες και έκτοτε αποτελεί την ταυτότητα της Ορθοδόξου πίστεως. Πρόκειται
για το γνωστό Σύµβολο της Πίστεως, που διαµορφώθηκε σε δύο φάσεις, µέσα στον 4ο
µ.Χ. αιώνα, κατά τις δύο πρώτες Οικουµενικές Συνόδους. Η 1η πραγµατοποιήθηκε
στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 και η 2η στην Κωνσταντινούπολη το 381. Γι’ αυτό
και έµεινε γνωστό στην ιστορία ως το Σύµβολο της Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως.
Το 431 οι Πατέρες που συγκρότησαν την 3η Οικουµενική Σύνοδο, στην Έφεσο,
αποφάνθηκαν ότι το Σύµβολο της Πίστεως έπρεπε να παραµείνει εσαεί απαραβίαστο
και απολύτως σεβαστό στους αιώνες.
«Έκτοτε, το Οικουµενικό Σύµβολο της
Πίστεως ψάλλεται ή αναγιγνώσκεται στην Εκκλησία σε κάθε Λειτουργία. Είναι η
έκφραση της πίστης της Εκκλησίας, που κρατήθηκε κοινή για όλους και απαιτείται
από όλους. Και συνεπώς, όποιος επιθυµεί να γνωρίσει τί η Εκκλησία πιστεύει,
ποια είναι η Αλήθεια που ο Χριστιανισµός προσφέρει στον κόσµο, θα βρει την
απάντηση στο Σύµβολο της Πίστεως».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου