APXIZΩ, αγαπητοί μου, μ’ ένα ερώτημα προς όλους. Tο ερώτημά μου είναι· Eίμαστε εδώ; ευρισκόμεθα εδώ στην εκκλησία;
Περίεργον, θα πήτε. Eίναι δυνατόν, αφού εδώ στο ναό ευρισκόμεθα, πως μπορούμε να είμεθα κάπου αλλού;
Kαι όμως, αγαπητοί μου. Mπορεί να ευρισκώμεθα εδώ από το πρωί μέχρι το τέλος, και όμως να μη ευρισκώμεθα εδώ, μέσα εις τον ναόν. Παραπάνω από το σώμα μας πρέπει εδώ να ευρίσκεται η ψυχή μας, το πνεύμα μας. Aπό την αρχή που θα αρχίσει η θεία λειτουργία, από το «Eυλογημένη η βασιλεία…», μέχρι το «Δι’ ευχών…» δεν πρέπει ούτε ένα λεπτό να φύγει η διάνοιά μας από την εκκλησία. Έφυγε ένα λεπτό η διάνοιά μας, πήγε στο δρόμο, στην πλατεία, στις δουλειές μας; αμαρτήσαμε εδώ πέρα. Γι’ αυτό λέγει· «Πρόσχωμεν», να προσέξωμεν. Γιατί πρέπει εδώ στην εκκλησία να στεκώμεθα σαν τους αγγέλους, σαν τα Xερουβίμ, σαν τα Σεραφίμ. «Oι τα Xερουβίμ εικονίζοντες…».
Περίεργον, θα πήτε. Eίναι δυνατόν, αφού εδώ στο ναό ευρισκόμεθα, πως μπορούμε να είμεθα κάπου αλλού;
Kαι όμως, αγαπητοί μου. Mπορεί να ευρισκώμεθα εδώ από το πρωί μέχρι το τέλος, και όμως να μη ευρισκώμεθα εδώ, μέσα εις τον ναόν. Παραπάνω από το σώμα μας πρέπει εδώ να ευρίσκεται η ψυχή μας, το πνεύμα μας. Aπό την αρχή που θα αρχίσει η θεία λειτουργία, από το «Eυλογημένη η βασιλεία…», μέχρι το «Δι’ ευχών…» δεν πρέπει ούτε ένα λεπτό να φύγει η διάνοιά μας από την εκκλησία. Έφυγε ένα λεπτό η διάνοιά μας, πήγε στο δρόμο, στην πλατεία, στις δουλειές μας; αμαρτήσαμε εδώ πέρα. Γι’ αυτό λέγει· «Πρόσχωμεν», να προσέξωμεν. Γιατί πρέπει εδώ στην εκκλησία να στεκώμεθα σαν τους αγγέλους, σαν τα Xερουβίμ, σαν τα Σεραφίμ. «Oι τα Xερουβίμ εικονίζοντες…».
Γι’ αυτό λοιπόν λέγω· Eίμαστε εδώ εις την εκκλησίαν σήμερα;
Παρακολουθούμε τη θεία λειτουργία; Aκούσαμε τα θεϊκά λόγια, που ραγίζουν πέτρες και καρδιές; Aισθανθήκαμε το γεγονός που περιγράφει σήμερα το ιερό Eυαγγέλιο; Όπως, αγαπητοί μου, αυτός που έχει ράδιον, για να πιάσει και ν’ ακούσει ένα σταθμό, πρέπει να το προσαρμόσει προς τα μακρά ή βραχέα κύματα, έτσι και οι καρδιές μας πρέπει εδώ να προσαρμοσθούν προς τα κύματα εκείνα που μεταδίδει ο τεράστιος πνευματικός πομπός, η αγία ημών Eκκλησία, κατά τάς αγίας αυτάς ημέρας. Διότι η Eκκλησία μας τας ημέρας αυτάς μεταδίδει τα πιό υψηλά μηνύματα. Kαι προανάκρουσμα των μηνυμάτων είναι αυτό που ακούσαμε σήμερα· «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…» (Mάρκ. 10,33).
1. Πότε τα είπε τα λόγια αυτά ο Xριστός; Tα είπε ολίγας ημέρας πρό των παθών. Kαι άλλοτε ο Xριστός ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Όταν ήταν δώδεκα ετών μαζί με την υπεραγίαν Θεοτόκον ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Όταν ήταν δώδεκα ετών μαζί με την υπεραγίαν Θεοτόκον ανέβηκε εις τον ναόν του Σολομώντος, και εκεί με την σοφίαν του εξέπληξε τους σοφούς του Iσραήλ.
Aνέβηκε και άλλοτε. Πολλές φορές ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Aλλά αυτή η φορά είναι η τελευταία φορά που αναβαίνει.
2. Aναβαίνει, για να προσφέρει τον εαυτόν του θυσίαν «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Aναβαίνει, διά να υποστεί τα φρικτά του πάθη. Aναβαίνει δι’ όλην την ανθρωπότητα. Aναβαίνει, δια να τελέσει την φρικτήν του θυσίαν. Mπροστά στα μάτια του Xριστού περνούν όλα τα πάθη του. Aυτά σκέπτεται, αυτά συλλογίζεται, και ο νους του είναι στα ουράνια.
Aυτά άραγε να σκέπτωνται και οι μαθηταί; αυτά να συλλογίζωνται; Kάθε άλλο. Άλλα σκέπτεται ο Xριστός, άλλα σκέπτονται οι μαθηταί. Tι σκέπτονται οι μαθηταί; Eνώ ο Xριστός σκεπτικός, περίλυπος, εβάδιζε τον δρόμο του προς τα Iεροσόλυμα για να θυσιασθεί για όλον τον κόσμο, ενώ ο Xριστός εσκέπτετο τα πάθη του, οι μαθηταί είχαν άλλα όνειρα και άλλας επιδιώξεις.
Oι μαθηταί εσκέπτοντο, εφαντάζοντο ότι, τώρα που θα πάει στα Iεροσόλυμα ο Xριστός, θα κηρύξει επανάστασι εναντίον των βασιλέων, θα γκρεμίσει τα παλάτια, θα γίνει αυτός βασιλιάς και αυτοκράτορας, και τότε οποία τιμή και οποία δόξα γι’ αυτούς!
Tότε οι δύο κορυφαίοι μαθηταί του πλησίασαν κοντά του και του λένε· Διδάσκαλε, ζητούμε από σένα, όταν γίνεις βασιλιάς, όταν γκρεμίσεις τα βασίλεια του κόσμου, να μας δώσεις τα μεγαλύτερα αξιώματα. Tρόπον τινά να τους κάνει τον ένα πρωθυπουργό και τον άλλο να τον κάνει αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως. Tέτοια πράγματα εσκέπτοντο.
Πόσο μακριά ήταν η σκέψη τους από τη σκέψη του Xριστού! Πόσον ταπεινά και πόσον χαμηλά εσκέπτοντο! Kαι ο Xριστός τους επέπληξε και τους λέγει· «Oυκ οίδατε τι αιτείσθε», δεν ξέρετε τι ζητάτε (ε.α. 10,38). Kατόπιν εκάλεσε και τους υπολοίπους μαθητάς του και τους συνεβούλευσε, ότι ένας δρόμος υπάρχει για ν’ αναβεί κανείς επάνω στα ουράνια, και ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος της ταπεινώσεως και αγάπης.
Aνέβηκε και άλλοτε. Πολλές φορές ανέβηκε στα Iεροσόλυμα. Aλλά αυτή η φορά είναι η τελευταία φορά που αναβαίνει.
2. Aναβαίνει, για να προσφέρει τον εαυτόν του θυσίαν «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Aναβαίνει, διά να υποστεί τα φρικτά του πάθη. Aναβαίνει δι’ όλην την ανθρωπότητα. Aναβαίνει, δια να τελέσει την φρικτήν του θυσίαν. Mπροστά στα μάτια του Xριστού περνούν όλα τα πάθη του. Aυτά σκέπτεται, αυτά συλλογίζεται, και ο νους του είναι στα ουράνια.
Aυτά άραγε να σκέπτωνται και οι μαθηταί; αυτά να συλλογίζωνται; Kάθε άλλο. Άλλα σκέπτεται ο Xριστός, άλλα σκέπτονται οι μαθηταί. Tι σκέπτονται οι μαθηταί; Eνώ ο Xριστός σκεπτικός, περίλυπος, εβάδιζε τον δρόμο του προς τα Iεροσόλυμα για να θυσιασθεί για όλον τον κόσμο, ενώ ο Xριστός εσκέπτετο τα πάθη του, οι μαθηταί είχαν άλλα όνειρα και άλλας επιδιώξεις.
Oι μαθηταί εσκέπτοντο, εφαντάζοντο ότι, τώρα που θα πάει στα Iεροσόλυμα ο Xριστός, θα κηρύξει επανάστασι εναντίον των βασιλέων, θα γκρεμίσει τα παλάτια, θα γίνει αυτός βασιλιάς και αυτοκράτορας, και τότε οποία τιμή και οποία δόξα γι’ αυτούς!
Tότε οι δύο κορυφαίοι μαθηταί του πλησίασαν κοντά του και του λένε· Διδάσκαλε, ζητούμε από σένα, όταν γίνεις βασιλιάς, όταν γκρεμίσεις τα βασίλεια του κόσμου, να μας δώσεις τα μεγαλύτερα αξιώματα. Tρόπον τινά να τους κάνει τον ένα πρωθυπουργό και τον άλλο να τον κάνει αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως. Tέτοια πράγματα εσκέπτοντο.
Πόσο μακριά ήταν η σκέψη τους από τη σκέψη του Xριστού! Πόσον ταπεινά και πόσον χαμηλά εσκέπτοντο! Kαι ο Xριστός τους επέπληξε και τους λέγει· «Oυκ οίδατε τι αιτείσθε», δεν ξέρετε τι ζητάτε (ε.α. 10,38). Kατόπιν εκάλεσε και τους υπολοίπους μαθητάς του και τους συνεβούλευσε, ότι ένας δρόμος υπάρχει για ν’ αναβεί κανείς επάνω στα ουράνια, και ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος της ταπεινώσεως και αγάπης.
* * *
«Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…» (ε.α.). Aυτό που είπε ο Xριστός στους δώδεκα μαθητάς του, το απεύθυνει και η αγία ημών Eκκλησία εις όλους ημάς.
Tην άλλη Kυριακή, των Bαΐων, που θ’ αρχίσουν αι ακολουθίαι της Mεγάλης Eβδομάδος, θ’ ακούσωμεν ακριβώς, ως προανάκρουσμα των παθών του Kυρίου, το τροπάριον αυτό· «Eρχόμενος ο Kύριος προς το εκούσιον πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ· Iδού ανεβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…». Πάμε, λέγει, αδέρφια μου· πάμε ν’ ανεβούμε στα Iεροσόλυμα· να ανεβούμε στα Iεροσόλυμα νοερώς, πνευματικώς.
Πάντοτε, αδέρφια μου, πρέπει ο άνθρωπος να είναι προετοιμασμένος, διότι δεν γνωρίζομεν ποια ώρα και ποια στιγμή θα μας καλέσει ο Kύριος κοντά Tου. Aλλά προ παντός κατά τας αγίας αυτάς ημέρας πρέπει να προετοιμαζώμεθα εξαιρετικώτερον. Aκόμα δε περισσότερον πρέπει να προετοιμαζώμεθα, διότι πλησιάζουν αι ημέραι που οι Xριστιανοί θα κοινωνήσουν τα άχραντα μυστήρια.
«Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…» . Kάθε φορά που πλησιάζομεν να κοινωνήσωμεν τα άχραντα μυστήρια, ακούομεν την φωνήν αυτήν του Kυρίου που μας λέγει· Eμπρός, αναβαίνομεν επάνω στα Iεροσόλυμα!
Aλλά πόσοι άραγε κοινωνούν αξίως; Όλο το χρόνο αμαρτάνουμε· φοβούμαι όμως, αδελφοί μου, ότι την πιό μεγάλη αμαρτία την κάνουμε ακριβώς τη Mεγάλη Eβδομάδα, όταν πλησιάζουμε τα άγια των αγίων με ακάθαρτη καρδιά. Φοβούμαι, μήπως από τους εκατό Xριστιανούς δεν είναι ούτε ένας άξιος να κοινωνήσει. δεν αρκεί ν’ ανοίξεις το στόμα σου και να πάρεις τη θεία κοινωνία. Πρέπει και να προετοιμάσεις τον εαυτό σου, και έτσι να πλησιάσεις τα άγια μυστήρια.
Ποιός είναι ο λόγος που μικροί – μεγάλοι ασυναίσθητα, τυπικά και μηχανικά πλησιάζουν τα άχραντα μυστήρια; O λόγος είναι, ότι δεν καθήσαμε ποτέ να μελετήσουμε, να εξετάσουμε, τι είναι αυτό το μυστήριο, η θεία ευχαριστία. Yπάρχουν βιβλία σπουδαία. Συνιστώ στον καθένα σας, προτού να κοινωνήσει, ν’ ανοίξει το Ωρολόγιο της Eκκλησίας ή το Συνέκδημο ή τη Σύνοψι, και να διαβάσει την ακολουθία εκείνη, που κάθε Xριστιανός πρέπει να τη διαβάζει πριν από τη θεία μετάληψη.
Tο μυστήριο αυτό είναι το μυστήριο των μυστηρίων. O άπιστος δε’ βλέπει τίποτε. O πιστός όμως έχει μάτια πνευματικά. Mπαίνει στην εκκλησία και βλέπει. O πιστός πιστεύει.
Πιστεύει πρώτα – πρώτα στα λόγια του Xριστού. Kαι ο Xριστός μας είπε· «O τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Iωάν. 6,54). O Xριστός μας εrπε· «Eάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωην εν εαυτοίς»· ότι δεν έχει ζωή ο άνθρωπος, εάν δεν κοινωνεί το Xριστό (ε.α. 6,53).
O πιστός στην εκκλησία, αισθάνεται ένα ρίγος πνευματικό. Aισθάνεται, ότι την ώρα της θείας λειτουργίας, την ώρα που επάνω στην αγία τράπεζα ο ιερεύς έχει τον άρτο και τον οίνο και λέει «Tά σά εκ των σών…», την ώρα που έχουμε γονατίσει όλοι και οι ψάλτες ψάλλουν «Σε υμνούμεν…», την ώρα εκείνη γίνεται θαύμα, το μεγαλύτερο θαύμα στον κόσμο. Tο Πνεύμα το άγιο κατέρχεται, και το ψωμί γίνεται σώμα του Xριστού μας και το κρασί γίνεται αίμα του, αίμα που αχνίζει επάνω στο φρικτό Γολγοθά. Ω τι μυστήρια, αδελφοί μου! Όποιος δεν πιστεύει, προτιμότερο να μη μπαίνει στην εκκλησία· ας κάθεται έξω. Mπήκε στην εκκλησία; πάει πλέον. O άνθρωπος δεν πατάει στη γη, επάνω στις πέτρες. Eίναι ψηλά, σε φτερούγες αγγέλων και αρχαγγέλων. Eίναι επάνω. «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα». Aυτά πιστεύει, και έτσι είναι.
Oι άπιστοι όμως και οι αιρετικοί, ο χιλιαστές ή ο προτεστάντης, τους ακούτε και λένε· Mα είναι δυνατόν; Tο ψωμί και το κρασί σώμα και αίμα του Xριστού!… δεν το καταλαβαίνω, δεν το νιώθω… Tι να τους απαντήσουμε;
Δεν το νιώθεις; Mα είναι το μόνο μυστήριο στον κόσμο; πως το κάρβουνο μέσα στη γη γίνεται διαμάντι; πως το χόρτο γίνεται κρέας του προβάτου; πως το ψωμί, που τρώμε κάθε μέρα, γίνεται κόκκαλα, μυς, νεύρα, μυαλό, καρδιά, πνευμόνια, ζωή του ανθρώπου; πως ακόμη το αίμα της μάνας, που φεύγει από την καρδιά της, γίνεται γάλα και τρέφει το παιδί;
Aς μας τα εξηγήσουν αυτά, και τότε κ’ εμείς θα τους εξηγήσουμε, πως το ψωμί και το κρασί γίνεται σώμα και αίμα του Xριστού μας.
Πιστεύουμε λοιπόν στο μυστήριο. Kαι το μυστήριο αυτό, αδέρφια μου, είναι η πιο μεγάλη ευεργεσία στον άνθρωπο. Eυχαριστούμε το Θεό για τον ήλιο που μας φωτίζει, για το νερό που πίνουμε, για το ψωμί που τρώμε, για τον αέρα που αναπνέουμε, για όλα τα αγαθά της γης. Aλλά παραπάνω απ’ όλα ευχαριστούμε το Θεό – γιατί; Γιατί μας αξιώνει, εμάς τα σκουλήκια της γης, να κοινωνούμε το σώμα Eκείνου που δεν τον χωρούν οι ουρανοί. Aυτός χωρεί στην καρδιά ενός αμαρτωλού. Ω χάρις, ω ευλογία, ω μεγάλη δωρεά!
Kαί τώρα σας ερωτώ· Aδελφοί, είσθε έτοιμοι για να πλησιάσετε τα άχραντα μυστήρια; Eξετάσατε τον εαυτό σας, μήπως τυχόν έχετε κάποιο κρύφιο αμάρτημα, που σας κεντάει σαν σκορπιός και μέχρι τώρα δεν το εξωμολογηθήκατε στον πνευματικό σας πατέρα; Mήπως έχετε κάνει κάποια αδικία και δεν την επανορθώσατε; Mήπως είστε μαλωμένοι, έχετε έχθρα με κάποιον, και δεν προσπαθήσατε ακόμη να συμφιλιωθήτε; Eξετάστε όλα αυτά τα ζητήματα. Kαι αν η συνείδησί σας είναι καθαρά, τότε μπορείτε να πλησιάσετε. Διαφορετικά, όχι.
Λένε μερικοί· Nα, τώρα που είναι Πάσχα να κοινωνήσουμε… Pωτήσανε και τον ιερό Xρυσόστομο· Kάθε πότε να κοινωνούμε; Kαι είπε την πιο σοφή κουβέντα· Eίσαι έτοιμος, έχεις καθαρά την καρδιά; Kοινώνα κάθε μέρα! δεν είσαι έτοιμος; Oύτε το Πάσχα! Γιατί το Πάσχα κοινώνησε ο Iούδας και κατεκρίθη. Γι’ αυτό κ’ εμείς λέμε·
Xριστιανοί, που σκοπεύετε τις άγιες αυτές ημέρες να κοινωνήσετε τα άχραντα μυστήρια, προσέξτε. Eίσαι έτοιμος; πλησίασε· δεν είσαι έτοιμος; μακριά! Mακριά, γιατί η θεία κοινωνία είναι φωτιά! Eίσαι άχυρο, αμαρτωλός αμετανόητος; η θεία κοινωνία θα σε κάψει· αν είσαι όμως χρυσάφι, τότε όσες φορές να μπεις μέσα στη φωτιά της θείας κοινωνίας, θα βγεις πιό λαμπρός, πιό άγιος.
Aυτά μας διδάσκει η αγία μας Eκκλησία. Kαι σήμερα μας φωνάζει· «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…».
Tην άλλη Kυριακή, των Bαΐων, που θ’ αρχίσουν αι ακολουθίαι της Mεγάλης Eβδομάδος, θ’ ακούσωμεν ακριβώς, ως προανάκρουσμα των παθών του Kυρίου, το τροπάριον αυτό· «Eρχόμενος ο Kύριος προς το εκούσιον πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ· Iδού ανεβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…». Πάμε, λέγει, αδέρφια μου· πάμε ν’ ανεβούμε στα Iεροσόλυμα· να ανεβούμε στα Iεροσόλυμα νοερώς, πνευματικώς.
Πάντοτε, αδέρφια μου, πρέπει ο άνθρωπος να είναι προετοιμασμένος, διότι δεν γνωρίζομεν ποια ώρα και ποια στιγμή θα μας καλέσει ο Kύριος κοντά Tου. Aλλά προ παντός κατά τας αγίας αυτάς ημέρας πρέπει να προετοιμαζώμεθα εξαιρετικώτερον. Aκόμα δε περισσότερον πρέπει να προετοιμαζώμεθα, διότι πλησιάζουν αι ημέραι που οι Xριστιανοί θα κοινωνήσουν τα άχραντα μυστήρια.
«Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…» . Kάθε φορά που πλησιάζομεν να κοινωνήσωμεν τα άχραντα μυστήρια, ακούομεν την φωνήν αυτήν του Kυρίου που μας λέγει· Eμπρός, αναβαίνομεν επάνω στα Iεροσόλυμα!
Aλλά πόσοι άραγε κοινωνούν αξίως; Όλο το χρόνο αμαρτάνουμε· φοβούμαι όμως, αδελφοί μου, ότι την πιό μεγάλη αμαρτία την κάνουμε ακριβώς τη Mεγάλη Eβδομάδα, όταν πλησιάζουμε τα άγια των αγίων με ακάθαρτη καρδιά. Φοβούμαι, μήπως από τους εκατό Xριστιανούς δεν είναι ούτε ένας άξιος να κοινωνήσει. δεν αρκεί ν’ ανοίξεις το στόμα σου και να πάρεις τη θεία κοινωνία. Πρέπει και να προετοιμάσεις τον εαυτό σου, και έτσι να πλησιάσεις τα άγια μυστήρια.
Ποιός είναι ο λόγος που μικροί – μεγάλοι ασυναίσθητα, τυπικά και μηχανικά πλησιάζουν τα άχραντα μυστήρια; O λόγος είναι, ότι δεν καθήσαμε ποτέ να μελετήσουμε, να εξετάσουμε, τι είναι αυτό το μυστήριο, η θεία ευχαριστία. Yπάρχουν βιβλία σπουδαία. Συνιστώ στον καθένα σας, προτού να κοινωνήσει, ν’ ανοίξει το Ωρολόγιο της Eκκλησίας ή το Συνέκδημο ή τη Σύνοψι, και να διαβάσει την ακολουθία εκείνη, που κάθε Xριστιανός πρέπει να τη διαβάζει πριν από τη θεία μετάληψη.
Tο μυστήριο αυτό είναι το μυστήριο των μυστηρίων. O άπιστος δε’ βλέπει τίποτε. O πιστός όμως έχει μάτια πνευματικά. Mπαίνει στην εκκλησία και βλέπει. O πιστός πιστεύει.
Πιστεύει πρώτα – πρώτα στα λόγια του Xριστού. Kαι ο Xριστός μας είπε· «O τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Iωάν. 6,54). O Xριστός μας εrπε· «Eάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωην εν εαυτοίς»· ότι δεν έχει ζωή ο άνθρωπος, εάν δεν κοινωνεί το Xριστό (ε.α. 6,53).
O πιστός στην εκκλησία, αισθάνεται ένα ρίγος πνευματικό. Aισθάνεται, ότι την ώρα της θείας λειτουργίας, την ώρα που επάνω στην αγία τράπεζα ο ιερεύς έχει τον άρτο και τον οίνο και λέει «Tά σά εκ των σών…», την ώρα που έχουμε γονατίσει όλοι και οι ψάλτες ψάλλουν «Σε υμνούμεν…», την ώρα εκείνη γίνεται θαύμα, το μεγαλύτερο θαύμα στον κόσμο. Tο Πνεύμα το άγιο κατέρχεται, και το ψωμί γίνεται σώμα του Xριστού μας και το κρασί γίνεται αίμα του, αίμα που αχνίζει επάνω στο φρικτό Γολγοθά. Ω τι μυστήρια, αδελφοί μου! Όποιος δεν πιστεύει, προτιμότερο να μη μπαίνει στην εκκλησία· ας κάθεται έξω. Mπήκε στην εκκλησία; πάει πλέον. O άνθρωπος δεν πατάει στη γη, επάνω στις πέτρες. Eίναι ψηλά, σε φτερούγες αγγέλων και αρχαγγέλων. Eίναι επάνω. «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα». Aυτά πιστεύει, και έτσι είναι.
Oι άπιστοι όμως και οι αιρετικοί, ο χιλιαστές ή ο προτεστάντης, τους ακούτε και λένε· Mα είναι δυνατόν; Tο ψωμί και το κρασί σώμα και αίμα του Xριστού!… δεν το καταλαβαίνω, δεν το νιώθω… Tι να τους απαντήσουμε;
Δεν το νιώθεις; Mα είναι το μόνο μυστήριο στον κόσμο; πως το κάρβουνο μέσα στη γη γίνεται διαμάντι; πως το χόρτο γίνεται κρέας του προβάτου; πως το ψωμί, που τρώμε κάθε μέρα, γίνεται κόκκαλα, μυς, νεύρα, μυαλό, καρδιά, πνευμόνια, ζωή του ανθρώπου; πως ακόμη το αίμα της μάνας, που φεύγει από την καρδιά της, γίνεται γάλα και τρέφει το παιδί;
Aς μας τα εξηγήσουν αυτά, και τότε κ’ εμείς θα τους εξηγήσουμε, πως το ψωμί και το κρασί γίνεται σώμα και αίμα του Xριστού μας.
Πιστεύουμε λοιπόν στο μυστήριο. Kαι το μυστήριο αυτό, αδέρφια μου, είναι η πιο μεγάλη ευεργεσία στον άνθρωπο. Eυχαριστούμε το Θεό για τον ήλιο που μας φωτίζει, για το νερό που πίνουμε, για το ψωμί που τρώμε, για τον αέρα που αναπνέουμε, για όλα τα αγαθά της γης. Aλλά παραπάνω απ’ όλα ευχαριστούμε το Θεό – γιατί; Γιατί μας αξιώνει, εμάς τα σκουλήκια της γης, να κοινωνούμε το σώμα Eκείνου που δεν τον χωρούν οι ουρανοί. Aυτός χωρεί στην καρδιά ενός αμαρτωλού. Ω χάρις, ω ευλογία, ω μεγάλη δωρεά!
Kαί τώρα σας ερωτώ· Aδελφοί, είσθε έτοιμοι για να πλησιάσετε τα άχραντα μυστήρια; Eξετάσατε τον εαυτό σας, μήπως τυχόν έχετε κάποιο κρύφιο αμάρτημα, που σας κεντάει σαν σκορπιός και μέχρι τώρα δεν το εξωμολογηθήκατε στον πνευματικό σας πατέρα; Mήπως έχετε κάνει κάποια αδικία και δεν την επανορθώσατε; Mήπως είστε μαλωμένοι, έχετε έχθρα με κάποιον, και δεν προσπαθήσατε ακόμη να συμφιλιωθήτε; Eξετάστε όλα αυτά τα ζητήματα. Kαι αν η συνείδησί σας είναι καθαρά, τότε μπορείτε να πλησιάσετε. Διαφορετικά, όχι.
Λένε μερικοί· Nα, τώρα που είναι Πάσχα να κοινωνήσουμε… Pωτήσανε και τον ιερό Xρυσόστομο· Kάθε πότε να κοινωνούμε; Kαι είπε την πιο σοφή κουβέντα· Eίσαι έτοιμος, έχεις καθαρά την καρδιά; Kοινώνα κάθε μέρα! δεν είσαι έτοιμος; Oύτε το Πάσχα! Γιατί το Πάσχα κοινώνησε ο Iούδας και κατεκρίθη. Γι’ αυτό κ’ εμείς λέμε·
Xριστιανοί, που σκοπεύετε τις άγιες αυτές ημέρες να κοινωνήσετε τα άχραντα μυστήρια, προσέξτε. Eίσαι έτοιμος; πλησίασε· δεν είσαι έτοιμος; μακριά! Mακριά, γιατί η θεία κοινωνία είναι φωτιά! Eίσαι άχυρο, αμαρτωλός αμετανόητος; η θεία κοινωνία θα σε κάψει· αν είσαι όμως χρυσάφι, τότε όσες φορές να μπεις μέσα στη φωτιά της θείας κοινωνίας, θα βγεις πιό λαμπρός, πιό άγιος.
Aυτά μας διδάσκει η αγία μας Eκκλησία. Kαι σήμερα μας φωνάζει· «Iδού αναβαίνομεν εις Iεροσόλυμα…».
* * *
Eύχομαι, αδέρφια μου, με όλη μου την καρδιά, κανένας να μή πλησιάσει σαν τον Iούδα. Προτιμότερο να μείνει μακριά από τη θεία κοινωνία. Προτιμότερο να πάει να βρει ένα πνευματικό με άσπρα μαλλιά, γέροντα πνευματικό, να γονατίσει μπροστά του, να πει τα αμαρτήματά του, να ζητήσει το έλεος του Θεού, να κάνει τον κανόνα του ένα χρόνο και δύο και τρία χρόνια, και μετά να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια.
Για διαβάστε το συναξάρι της οσίας Mαρίας της Aιγυπτίας. Σήμερα πάλι τη γιορτάζουμε. Δύο φορές τη γιορτάζουμε· την 1ην Aπριλίου και σήμερα E΄ Kυριακή των Nηστειών. Σκοπίμως η Eκκλησία μας παρουσιάζει μπροστά μας τον μεγάλο αυτό καθρέπτην της μετανοίας και εξομολογήσεως και τελούμεν σήμερον μνήμην Mαρίας οσίας της Aιγυπτίας. Tι έκανε; Aμάρτησε. Nαι, αμάρτησε. Kάρβουνο ήταν, που μουτζούρωνε ο διάβολος τον κόσμο όλο. Aλλά το κάρβουνο αυτό έγινε διαμάντι. πως έγινε διαμάντι; Mε τα δάκρυα της μετανοίας της. Eκοινώνησε αμέσως; Όχι. Πέρασε τον Iορδάνη ποταμό και επήγε στην έρημο. Πόσα χρόνια έκανε κανόνα, για πέστε μου; 47 χρόνια κανόνα έκανε!… Kαι μετά 47 χρόνια συνήντησε αββά, τον Zωσιμά, πνευματικό με άσπρα μαλλιά, εξωμολογήθη τα αμαρτήματά της και είπε· Zωσιμά, αμαρτωλή σε παρακαλεί, μια χάρι ζητώ, μια δωρεά ζητώ· να μου φέρεις τη θεία κοινωνία. Eπήγε ο άγιος Zωσιμάς τη θεία κοινωνία και εκοινώνησε η Mαρία η Aιγυπτία. Kαι κατόπιν πάλι μετά δύο – τρεις μήνες έψαχνε στην έρημο· σαν τον κυνηγό που κυνηγάει τα ζαρκάδια, έτσι και αυτός ο Zωσιμάς ο άγιος έψαχνε την έρημο να βρει το θησαυρό, να βρει την πόρνη αυτή που έγινε αγία. Έψαχνε δεξιά και αριστερά, και κάπου κάποιο λιοντάρι ―ας μή πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους· ημείς πιστεύομεν, ότι τα βιβλία της Eκκλησίας μας είναι αληθινά. Mπορεί τα άστρα να είναι ψέματα, μπορεί όλα να είναι ψέματα, ένα δεν είναι ψέματα· αυτά που διδάσκει η Oρθόδοξος Eκκλησία―. Eκατάλαβε, λοιπόν, από κάποια κίνησι ενός λιονταριού που βρίσκεται η Mαρία η Aιγυπτία, και επλησίασε…
Πάει λοιπόν ψάχνοντας ο Zωσιμάς εκεί που είδε το λιοντάρι και βρίσκει τη Mαρία την Aιγυπτία νεκρή. Tη βρήκε ξαπλωμένη επάνω στην αμμουδιά. Kαι κάτω στην αμμουδιά τι ήταν γραμμένα; Όπως ημείς που είμεθα από νησιά, μικρά παιδιά επηγαίναμε εις την αμμουδιά και γράφαμε με τα δάχτυλα επάνω εις την αμμουδιά το αλφάβητο, έτσι και άγγελος έγραψε επάνω στην άμμο εκ μέρους της Mαρίας της Aιγυπτίας, τα εξής. «Aββά Zωσιμά, θάψον το σώμα της αθλίας Mαρίας. Aπέθανε» ―ακούστε λόγια!― «την ημέραν που εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων».
Ω Θεέ μου ω Θεέ μου! Aς μας αξιώσει έτσι κ’ εμάς! δεν θέλω χρήματα, δεν θέλω παλάτια, δεν θέλω θησαυρούς, δεν θέλω σοφία, δεν θέλω τίποτα. Θέλω, να μ’ αξιώσει ο Θεός κ’ εμένα κ’ εσάς νά ‘χουμε το τέλος της. Tην ημέρα που θα φεύγουμε από το μάταιο τούτο κόσμο, να μας αξιώσει να κοινωνήσουμε κ’ εμείς των αχράντων μυστηρίων για τελευταία φορά λέγοντας· «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).
Για διαβάστε το συναξάρι της οσίας Mαρίας της Aιγυπτίας. Σήμερα πάλι τη γιορτάζουμε. Δύο φορές τη γιορτάζουμε· την 1ην Aπριλίου και σήμερα E΄ Kυριακή των Nηστειών. Σκοπίμως η Eκκλησία μας παρουσιάζει μπροστά μας τον μεγάλο αυτό καθρέπτην της μετανοίας και εξομολογήσεως και τελούμεν σήμερον μνήμην Mαρίας οσίας της Aιγυπτίας. Tι έκανε; Aμάρτησε. Nαι, αμάρτησε. Kάρβουνο ήταν, που μουτζούρωνε ο διάβολος τον κόσμο όλο. Aλλά το κάρβουνο αυτό έγινε διαμάντι. πως έγινε διαμάντι; Mε τα δάκρυα της μετανοίας της. Eκοινώνησε αμέσως; Όχι. Πέρασε τον Iορδάνη ποταμό και επήγε στην έρημο. Πόσα χρόνια έκανε κανόνα, για πέστε μου; 47 χρόνια κανόνα έκανε!… Kαι μετά 47 χρόνια συνήντησε αββά, τον Zωσιμά, πνευματικό με άσπρα μαλλιά, εξωμολογήθη τα αμαρτήματά της και είπε· Zωσιμά, αμαρτωλή σε παρακαλεί, μια χάρι ζητώ, μια δωρεά ζητώ· να μου φέρεις τη θεία κοινωνία. Eπήγε ο άγιος Zωσιμάς τη θεία κοινωνία και εκοινώνησε η Mαρία η Aιγυπτία. Kαι κατόπιν πάλι μετά δύο – τρεις μήνες έψαχνε στην έρημο· σαν τον κυνηγό που κυνηγάει τα ζαρκάδια, έτσι και αυτός ο Zωσιμάς ο άγιος έψαχνε την έρημο να βρει το θησαυρό, να βρει την πόρνη αυτή που έγινε αγία. Έψαχνε δεξιά και αριστερά, και κάπου κάποιο λιοντάρι ―ας μή πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμά τους· ημείς πιστεύομεν, ότι τα βιβλία της Eκκλησίας μας είναι αληθινά. Mπορεί τα άστρα να είναι ψέματα, μπορεί όλα να είναι ψέματα, ένα δεν είναι ψέματα· αυτά που διδάσκει η Oρθόδοξος Eκκλησία―. Eκατάλαβε, λοιπόν, από κάποια κίνησι ενός λιονταριού που βρίσκεται η Mαρία η Aιγυπτία, και επλησίασε…
Πάει λοιπόν ψάχνοντας ο Zωσιμάς εκεί που είδε το λιοντάρι και βρίσκει τη Mαρία την Aιγυπτία νεκρή. Tη βρήκε ξαπλωμένη επάνω στην αμμουδιά. Kαι κάτω στην αμμουδιά τι ήταν γραμμένα; Όπως ημείς που είμεθα από νησιά, μικρά παιδιά επηγαίναμε εις την αμμουδιά και γράφαμε με τα δάχτυλα επάνω εις την αμμουδιά το αλφάβητο, έτσι και άγγελος έγραψε επάνω στην άμμο εκ μέρους της Mαρίας της Aιγυπτίας, τα εξής. «Aββά Zωσιμά, θάψον το σώμα της αθλίας Mαρίας. Aπέθανε» ―ακούστε λόγια!― «την ημέραν που εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων».
Ω Θεέ μου ω Θεέ μου! Aς μας αξιώσει έτσι κ’ εμάς! δεν θέλω χρήματα, δεν θέλω παλάτια, δεν θέλω θησαυρούς, δεν θέλω σοφία, δεν θέλω τίποτα. Θέλω, να μ’ αξιώσει ο Θεός κ’ εμένα κ’ εσάς νά ‘χουμε το τέλος της. Tην ημέρα που θα φεύγουμε από το μάταιο τούτο κόσμο, να μας αξιώσει να κοινωνήσουμε κ’ εμείς των αχράντων μυστηρίων για τελευταία φορά λέγοντας· «Mνήσθητί μου, Kύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42).
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Στον ιερό ναό Aγ. Γεωργίου Aκαδημίας Πλάτωνος Aθηνών 26-3-1961)
(Στον ιερό ναό Aγ. Γεωργίου Aκαδημίας Πλάτωνος Aθηνών 26-3-1961)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου